Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταφυλίζω — Α [σταφυλή] (κατά τον Ησύχ.) «σταφυλίζειν τὸ συνι(σ)άζειν τὰς ὤας τοῡ ἱματίου» … Dictionary of Greek
συνισάζω — Α [ἰσάζω] (κατά τον Ησύχ.) «σταφυλίζειν συνισάζειν τὰς ὤας τοῡ ἱματίου» … Dictionary of Greek